σουσαμένιος

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. σουσαμάτος
2. παρασκευασμένος με σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. κριθαρένιος)].