σοφοτέχνης

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφοτέχνης Medium diacritics: σοφοτέχνης Low diacritics: σοφοτέχνης Capitals: ΣΟΦΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: sophotéchnēs Transliteration B: sophotechnēs Transliteration C: sofotechnis Beta Code: sofote/xnhs

English (LSJ)

σοφοτέχνου, ὁ, skilled in art, in nom. pl. σοφοτεχνήϊες (sic), Epigr.Gr.841.3 (Thrace, ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σοφοτέχνης: ὁ, ὁ σοφός, ὁ δεξιός, ἔμπειρος τὴν τέχνην, «μάστορης», Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 841. 3 (ἔνθα φέρεται ὀνομ. πληθ. σοφοτεχνήιες).

Greek Monolingual

ό, πληθ. σοφοτεχνήϊες, Α
έμπειρος, επιδέξιος σε μια τέχνη, μάστορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. άριστοτέχνης, ποικιλοτέχνης].