στάλος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

και σταλός, ο, και στάλος, το, Ν
1. η σταλίστρα
2. στάλισμα, στάλιασμα, η ανάπαυση τών αιγοπροβάτων το μεσημέρι
3. μάντρα, μαντρί
4. συνεκδ. τόπος προφυλαγμένος από τις αλλαγές του καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεταιδ με τον τ. στάλη «ταμείο κτηνών» του Ησύχ.].