στέρεμα

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

και στείρεμα, το, Ν στερεύω
(σχετικά με πηγή ή ποταμό ή λίμνη) διακοπή ροής, σταμάτημα ροής.