σταλιάζω

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

Ν
1. (για κοπάδια) αναπαύομαι σε σκιά, κυρίως κατά το μεσημέρι, σταλίζω
2. (για πρόσ.) α) μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε έναν τόπο
β) περιμένω όρθιος επί πολλή ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σταλίζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω (πρβλ. πουντ-ιάζω, ξεπαγ-ιάζω)].