σταυραετός
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Greek Monolingual
και σταυραϊτός, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του αετού Hieraetus pennatus, της οικογένειας ακκιπιτρίδες
2. τιμητική προσωνυμία τών κλεφτών που πολεμούσαν τους Τούρκους κατά την τουρκοκρατία
3. μτφ. τιμητική προσωνυμία γενναίου παληκαριού.