σταυρεπικονίαση
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. η διεργασία της επικονίασης κατά την οποία ο μικρογαμέτης, που γονιμοποιεί το ωοκύτταρο ενός άνθους, προέρχεται από τον γυρεόκοκκο ενός διαφορετικού φυτικού ατόμου, αλλ. σταυρωτή επικονίαση.