σταυροδόχος

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek (Liddell-Scott)

σταυροδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος τὸν σταυρόν, Ἐκκλ.· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ μέρος ἔνθα στήνεται ὁ σταυρός, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που δέχεται, που αποδέχεται τον σταυρό
2. το αρσ. ως ουσ.σταυροδόχος
οπή, κοίλωμα, στο οποίο στερεώνεται ο σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωοδόχος].