σταυρόνημα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. φυσ. διαφανής δίσκος ο οποίος φέρει δύο πολύ λεπτά νήματα που τέμνονται υπό ορθή γωνία και χρησιμεύει για την ακριβή σκόπευση αντικειμένων όταν αυτά παρατηρούνται με διόπτρες, τηλεσκόπια ή άλλα οπτικά όργανα
2. αστρον. δύο κάθετα λεπτά νήματα ή χαραγές σε σχήμα σταυρού, τοποθετημένα στο εστιακό επίπεδο αστρονομικού οργάνου
3. (γεωδ.) διάταξη γραμμών τηλεοπτικής διόπτρας για τον καθορισμό του σκοπευτικού άξονά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + νήμα, απόδοση στην ελλ. του γαλλ. reticule (< λατ. reticulum «μικρό δίχτυ»)].