στεγνοῦμαι

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

στεγνοῦμαι, στεγνόομαι
1. γίνομαι δυσκοίλιος
2. συμπιέζομαι («πάπυρος στεγνουμένη»).