στενοκαρδία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(παλαιός όρος) στηθάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stenocardia (< στενός + καρδία)].