στενοπρόσωπος

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοπρόσωπος Medium diacritics: στενοπρόσωπος Low diacritics: στενοπρόσωπος Capitals: ΣΤΕΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: stenoprósōpos Transliteration B: stenoprosōpos Transliteration C: stenoprosopos Beta Code: stenopro/swpos

English (LSJ)

στενοπρόσωπον, narrow-faced, ib.809b5 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 935] mit schmalem Gesicht, im comparat. bei Arist. physiogn. 5.

Russian (Dvoretsky)

στενοπρόσωπος: узколицый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στενοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν πρόσωπον, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στενό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. πολυπρόσωπος.