στηθοσκοπώ

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

-έω, Ν
(για γιατρό) εξετάζω με επίκρουση και ακρόαση ή με το στηθοσκόπιο τους ήχους του θώρακα για διαγνωστικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -σκοπώ (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ραβδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].