στολά

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. στολή.

Russian (Dvoretsky)

στολά: ἡ дор. = στολή.