στραβεύς

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραβεύς Medium diacritics: στραβεύς Low diacritics: στραβεύς Capitals: ΣΤΡΑΒΕΥΣ
Transliteration A: strabeús Transliteration B: strabeus Transliteration C: straveys Beta Code: strabeu/s

English (LSJ)

κωπεύς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στραβεύς: «κωπεὺς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κωπεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -εύς (πρβλ. κωπεύς)].