στρατωνίζω
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
Ν
1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνες ή σε άλλα παρόμοιου είδους οικήματα
2. παθ. στρατωνίζομαι
εγκαθίσταμαι σε κατάλυμα ως στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Επαμ. Σταματιάδη].