στρογγυλούτσικος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
ο λιγότερο ή περισσότερο στρογγυλός, ο κάπως στρογγυλός.