στρουθάριον
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of στρουθός 1, Eub.123, M.Ant.5.1.
German (Pape)
[Seite 955] τό, dim. von στρουθός, Eubul. bei Ath. II, 65 e.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (Ι), Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.
Greek Monolingual
τὸ, Α στρουθός
υποκορ. μικρός σπουργίτης, σπουργιτάκι.