στρουθισμός
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ὁ, cleansing with στρούθειον, PHolm.15.1, 25.21.
Greek Monolingual
ὁ, Α στρουθίζω
καθαρισμός που γίνεται με τη χρήση του φυτού στρούθειον, του σαπουνόχορτου.