στροφόμετρο

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μηχανολ.) όργανο που καταδεικνύει συνεχώς τη γωνιακή ταχύτητα περιστροφής μιας μηχανής.