στρωματιά

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
στρωμνή για ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρώμα, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. ρεματιά)].