στρωτή

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
πιθ. λιθόστρωτο πεζοδρόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του ρηματ. επιθ. στρωτός.