συγγελώ

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
γελώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γελῶ].