συγγελώ

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
γελώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γελῶ].