συγκατατάττω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
att. c. συγκατατάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατατάττω, Ion. συγκατατάσσω, samen opstellen:. τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκατατάττετε εἰς τὴν φάλαγγα stel jullie duizendtal ruiters niet op (bij de anderen) in de falanx Xen. Cyr. 6.3.32.