συγκοιμώμαι

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

-άομαι, Α
(αποθ.)
1. (για άντρα και για γυναίκα) κοιμάμαι μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, είμαι σύνευνος κάποιου
2. μτφ. (για ιστορικό) ασχολούμαι με κάτι ακόμη και στον ύπνο μου, ασχολούμαι με υπερβάλλοντα ζήλο με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμῶμαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].