συγκτώμαι

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α κτῶμαι
αποκτώ ή κερδίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.