συλήτωρ
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
-ορος, ὁ, plunderer, A.Supp.927, Nonn. D. 24.306.
German (Pape)
[Seite 974] ορος, ὁ, = συλήτης, θεῶν συλήτορας Aesch. Suppl. 905.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui dépouille, spoliateur.
Étymologie: συλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλήτωρ -ορος, ὁ [συλάω] rover, plunderaar.
Russian (Dvoretsky)
σῡλήτωρ: ορος ὁ похититель, грабитель: ὁ θεῶν σ. Aesch. святотатец.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
κλέφτης, ληστής, άρπαγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. οικήτωρ)].
Greek (Liddell-Scott)
σῡλήτωρ: -ορος, ὁ, = συλητής, Αἰσχύλ. Ἱκ. 927, Νόνν. Δ. 24. 306.