συμπεριενεκτέον
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
one must accommodate oneself to, ἀγνώμονι πατρί Socr. ap. Stob.4.25.42.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριενεκτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσαρμόσῃ ἑαυτὸν πρός τι, τινὶ Σωκράτ. παρὰ Στοβ. 456. 50.
German (Pape)
Adj. verb. zu συμπεριφέρω.