συμφήτωρ

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφήτωρ Medium diacritics: συμφήτωρ Low diacritics: συμφήτωρ Capitals: ΣΥΜΦΗΤΩΡ
Transliteration A: symphḗtōr Transliteration B: symphētōr Transliteration C: symfitor Beta Code: sumfh/twr

English (LSJ)

μάντις, μάρτυς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 991] ορος, ὁ, der Zeuge, Hesych. erkl. auch μάντις.

Greek (Liddell-Scott)

συμφήτωρ: -ορος, ὁ, μάρτυς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «μάντις, μάρτυς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φήτωρ (< θ. φη- του φημί + επίθημα -τωρ, πρβλ. λέκτωρ), πρβλ. προφήτωρ, ὑποφήτωρ].