συναπατώ

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
εξαπατώ επίσης ή εξαπατώ συγχρόνως.