συνηγορώ

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

συνηγορῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, -έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, -έω, Α συνήγορος
1. μιλώ υπέρ κάποιου, τον υποστηρίζω
2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ενισχύω κάποιον ηθικά, βοηθώ
2. συνεκδ. επιβεβαιώνω («όλα τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της γνώμης σου»)
αρχ.
1. δέχομαι ορισμένη άποψη («συνηγορεῖν περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ», Αριστοτ.)
2. φρ. «οἱ συνηγορούμενοι ὑπ' ἐμοῦ» — οι πελάτες μου πάπ..