συνηγορώ
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Greek Monolingual
συνηγορῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, -έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, -έω, Α συνήγορος
1. μιλώ υπέρ κάποιου, τον υποστηρίζω
2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ενισχύω κάποιον ηθικά, βοηθώ
2. συνεκδ. επιβεβαιώνω («όλα τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της γνώμης σου»)
αρχ.
1. δέχομαι ορισμένη άποψη («συνηγορεῖν περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ», Αριστοτ.)
2. φρ. «οἱ συνηγορούμενοι ὑπ' ἐμοῦ» — οι πελάτες μου πάπ..