συνδεσμεύω
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
bind together, Plb.3.42.8; later συνδεσμ-δεσμέω, Gal.2.268, Charito 2.2, Sch.D.T.p.61 H.
German (Pape)
[Seite 1006] zusammenbinden, Pol. 3, 42, 8, ξύλα.
Russian (Dvoretsky)
συνδεσμεύω: связывать вместе (ξύλα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδεσμεύω: δεσμεύω, δένω ὁμοῦ, συμπηγνύντες τῶν ξύλων, τὰ δὲ συνδεσμεύοντες Πολύβ. 3. 42, 8· -δεσμέω, Α. Β. 954, κλπ.
Greek Monolingual
ΝΑ σύνδεσμος
δένω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί («ἐκ... τῆς παρακειμένης ὕλης τὰ μὲν συμπηγνύντες τῶν ξύλων, τὰ δὲ συνδεσμεύοντες... πολλὰς ἥρμοσαν σχεδίας», Πολ.).