συνδεσμεύω

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδεσμεύω Medium diacritics: συνδεσμεύω Low diacritics: συνδεσμεύω Capitals: ΣΥΝΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: syndesmeúō Transliteration B: syndesmeuō Transliteration C: syndesmeyo Beta Code: sundesmeu/w

English (LSJ)

bind together, Plb.3.42.8; later συνδεσμ-δεσμέω, Gal.2.268, Charito 2.2, Sch.D.T.p.61 H.

German (Pape)

[Seite 1006] zusammenbinden, Pol. 3, 42, 8, ξύλα.

Russian (Dvoretsky)

συνδεσμεύω: связывать вместе (ξύλα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδεσμεύω: δεσμεύω, δένω ὁμοῦ, συμπηγνύντες τῶν ξύλων, τὰ δὲ συνδεσμεύοντες Πολύβ. 3. 42, 8· -δεσμέω, Α. Β. 954, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΑ σύνδεσμος
δένω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί («ἐκ... τῆς παρακειμένης ὕλης τὰ μὲν συμπηγνύντες τῶν ξύλων, τὰ δὲ συνδεσμεύοντες... πολλὰς ἥρμοσαν σχεδίας», Πολ.).