συνδιεξάγω
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek (Liddell-Scott)
συνδιεξάγω: ἐξάγω διὰ μέσου ὁμοῦ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 295D.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
οδηγώ κάτι προς τα έξω μαζί με άλλον
αρχ.
παθ. συνδιεξάγομαι
εξωτερικεύομαι, δηλώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («ὁ τοῦ μέλους ῥυθμὸς καὶ τῶν ῥημάτων ἡ δύναμις συνδιεξαγομένη μετὰ τοῦ μέλους», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεξάγω «οδηγώ προς τα έξω»].