συνδιεξάγω

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεξάγω: ἐξάγω διὰ μέσου ὁμοῦ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 295D.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
οδηγώ κάτι προς τα έξω μαζί με άλλον
αρχ.
παθ. συνδιεξάγομαι
εξωτερικεύομαι, δηλώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («ὁ τοῦ μέλους ῥυθμὸς καὶ τῶν ῥημάτων ἡ δύναμις συνδιεξαγομένη μετὰ τοῦ μέλους», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεξάγω «οδηγώ προς τα έξω»].