συνεξορύσσω

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορύσσω: Ἀττ. -ττω, ἐξορύσσω ὁμοῦ, Βυζ.

Greek Monolingual

και συνεξορύττω Μ ἐξορύσσω
εξορύσσω μαζί ή ταυτοχρόνως.

German (Pape)

att. συνεξορύττω, mit od. zugleich ausgraben, Sp.