συνεξορύσσω
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
Greek (Liddell-Scott)
συνεξορύσσω: Ἀττ. -ττω, ἐξορύσσω ὁμοῦ, Βυζ.
Greek Monolingual
και συνεξορύττω Μ ἐξορύσσω
εξορύσσω μαζί ή ταυτοχρόνως.
German (Pape)
att. συνεξορύττω, mit od. zugleich ausgraben, Sp.