συνεπεμβαίνω
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
A mount upon together, σ. τοῖς καιροῖς, ταῖς ἀτυχίαις, pounce upon opportunities, etc., Plb.20.11.7, 30.9.21.
II σ. τινί join in trampling on him, Aristid.1.471 J.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεμβαίνω: досл. вместе восходить, перен. пользоваться: σ. τοῖς καιροῖς Polyb. использовать обстоятельства.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεμβαίνω: ἐπεμβαίνω ὁμοῦ, συνεπωφελοῦμαι, συν. τοῖς καιροῖς, ταῖς ἀτυχίαις, ἐπιλαμβάνομαι τῶν εὐκαιριῶν, συναρπάζω, κτλ., Πολύβ. 20. 11., 7., 30. 9, 21. ΙΙ. σ. τινί, ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος καταπατῶ ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 471.
Greek Monolingual
Α
1. επωφελούμαι μαζί ή συγχρόνως («μὴ θελῆσαι συνεπεμβαίνειν τοῖς κατ' ἀλλήλων καιροῖς», Πολ.)
2. καταπατώ, ποδοπατώ κάποιον από κοινού με άλλον.