συνεπιθλίβω
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
[ῑ], exert pressure at the same time, Gal.8.15.
Greek Monolingual
Α
ασκώ πίεση ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθλίβω «πιέζω»].