συνομιλήτρια

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. συνομιλητής.

German (Pape)

[ῑ], ἡ, Gesellschafterin, Hesych.