συντελέστρια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of συντελεστής, PMasp. 325iv A 12 (vi A.D.), Priscian.Inst.5.7.40.
Greek (Liddell-Scott)
συντελέστρια: ἡ, θηλυκ. τοῦ συντελεστής, παρὰ Πρισκιαν. 5. 7, 40.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συντελεστής.
German (Pape)
fem. zu συντελεστής, Sp.