συντελέστρια

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελέστρια Medium diacritics: συντελέστρια Low diacritics: συντελέστρια Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΡΙΑ
Transliteration A: synteléstria Transliteration B: syntelestria Transliteration C: syntelestria Beta Code: suntele/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of συντελεστής, PMasp. 325iv A 12 (vi A.D.), Priscian.Inst.5.7.40.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέστρια: ἡ, θηλυκ. τοῦ συντελεστής, παρὰ Πρισκιαν. 5. 7, 40.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. συντελεστής.

German (Pape)

fem. zu συντελεστής, Sp.