συντρίμμι

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

το, Ν
1. θραύσμα, σύντριμμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ή σωματικό ερείπιο («τον έκανε συντρίμμι ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύντριμμα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. συντρίμμιον].