σχηματοποίηση
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του σχηματοποιώ, η σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, σχεδίαση
2. απόδοση σε γενικές γραμμές
3. μτφ. α) περιγραφή χωρίς λεπτομέρειες
β) περιγραφή φαινομένου με ένταξή του σε μοντέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχηματοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. σχηματοποίησις, μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Καββαδία].