σωλήνωση

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source

Greek Monolingual

η, Ν σωληνώνω
1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων
2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε ανεγειρόμενο κτήριο.