Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωλήνωση

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

η, Ν σωληνώνω
1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων
2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε ανεγειρόμενο κτήριο.