σωματοποιός
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
σωματοποιόν, giving bodily existence, Iamb. Myst.8.1 (v.l. σώματα ποιὰ).
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που δίνει σωματική υπόσταση, που δίνει υλική ύπαρξη σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ποιός].