σωματοποιός

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοποιός Medium diacritics: σωματοποιός Low diacritics: σωματοποιός Capitals: ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sōmatopoiós Transliteration B: sōmatopoios Transliteration C: somatopoios Beta Code: swmatopoio/s

English (LSJ)

σωματοποιόν, giving bodily existence, Iamb. Myst.8.1 (v.l. σώματα ποιὰ).

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που δίνει σωματική υπόσταση, που δίνει υλική ύπαρξη σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ποιός].