σωφρονητέον
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
one must be temperate, Luc.Hist.Conscr.45.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σωφρονῶ, δεῖ σωφρονεῖν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45.
Greek Monotonic
σωφρονητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι συνετό, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονητέον [σωφρονέω] adj. verb. van σωφρονέω er moet terughoudendheid worden betracht.