σωφρονιστήρας

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

ο / σωφρονιστήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
ανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτης
μσν.-αρχ.
σωφρονιστής
αρχ.
φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» — ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. κομιστήρ)].