σύγκληση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου»)
2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].