Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
και σούρσιμο, το, Ν1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. -σιμό (πρβλ. φέρσιμο)].