σύρσιμο

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

και σούρσιμο, το, Ν
1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη
2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. -σιμό (πρβλ. φέρσιμο)].