τάρα
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
(I)
και ντάρα, η, Ν
1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο
2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» — ζυγίζω το απόβαρο
β) «βγάζω την τάρα» — αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος
γ) «μάς βγάλανε ντάρα»
μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς συμπεριέλαβαν κάπου, μάς παρέλειψαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tara «απόβαρο» < αραβ. tarha < αραβ. țaraha «αφαιρώ, αποβάλλω»].
(II)
τἆρα ή τἄρα Α
(στους Αττ. συγγραφείς) κράση αντί τοι ἄρα.