τάρροθος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρροθος Medium diacritics: τάρροθος Low diacritics: τάρροθος Capitals: ΤΑΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: tárrothos Transliteration B: tarrothos Transliteration C: tarrothos Beta Code: ta/rroqos

English (LSJ)

ὁ, = ἐπιτάρροθος, Lyc.360,400, al.

Greek (Liddell-Scott)

τάρροθος: ἴδε ἐπιτάρροθος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιτάρροθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχημ. από το ἐπιτάρροθος «βοηθός»].

German (Pape)

ὁ, = dem gebräuchlichern ἐπιτάρροθος, nur Lycophr. 360, 400, 1040, 1346.