ταμίη

English (LSJ)

τᾰμῐ-ης, Ep. and Ion. for ταμία, ταμίας.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, ep. u. ion. statt ταμία, Hom. u. A.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ταμία.

Russian (Dvoretsky)

τᾰμίη: ἡ эп. = ταμία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμίη: τᾰμίης, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ταμία, ταμίας.

English (Autenrieth)

(fem. of ταμίης): house-keeper, stewardess; with and without γυνή, Od. 1.139, Il. 6.390; ἀμφίπολος, Od. 16.152.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. ταμία.

Greek Monotonic

τᾰμίη: τᾰμίης, Ιων. αντί ταμία, ταμίας.