ταρπός

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρπός Medium diacritics: ταρπός Low diacritics: ταρπός Capitals: ΤΑΡΠΟΣ
Transliteration A: tarpós Transliteration B: tarpos Transliteration C: tarpos Beta Code: tarpo/s

English (LSJ)

ὁ, = τάρπη.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, Flechtwerk, bes. ein großer, geflochtener Korb, VLL., auch ταρπάνη. Vgl. ταργάνη u. ταῤῥός.

Greek Monolingual

και πιθ. δ. γρφ
τερπός, ὁ, Α
τάρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρπη.